- πιάνω
- ΝΜ1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδιβ. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.)2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, προσβάλλω, κυριεύω κάποιον, παρουσιάζομαι, συμβαίνω σε κάποιον (α. «μέ πιάνει μελαγχολία» β. «μέ έπιασε ελονοσία» β. «τρόμος ἐκείνην ἔπιασε, μεγίστη δὲ δειλία», Διγ. Ακρ.)3. παθ. πιάνομαι(για μέλη του σώματος) παθαίνω μόνιμη ή παροδική παράλυση, παραλύω (α. «πιάστηκε το πόδι του» β. «πώς δέν ἐπιάστ' ἡ χείρα του ἀνηλεῶς εκείνου», Διγ. Ακρ.)4. αρχίζω κάτι, ασχολούμαι με κάτι (α. «έπιασαν την κουβέντα» β. «πιάνω δουλειά» γ. «ἀφῆκε γοῡν τὰ γράμματα κι ἐπίασεν ἄλλην τέχνην», Διήγ. Αχιλλ.)5. (με πρότ. που εισάγεται με το να) επιχειρώ, αρχίζω να (α. «έπιασα να σού γράψω» β. «ὡς ἦσαν τὰ καλίγια μου πλήρεις ἐξεσχισμένα ἐπιασα τάχα τε μικρὸν νὰ τὰ περισουφρώσω», Πρόδρ.)6. μτφ. κρίνω, θεωρώ κάτι ως («ως τού φανεί ας τό πιάσει», Ερωτόκρ.β. «ἔπιασε λύπην ἄπειρον τὸν χωρισμὸν τῆς κόρης», Διγ. Ακρ.)νεοελλ.1. αρπάζω, αδράχνω («κι αρπαχτικά τήν πιάνω και τή φίλησα», δημ. τραγούδι)2. σηκώνω, παίρνω κάτι από κάτω («μονοχεριάρι τό 'πιάσε και πίσω του τό ρίχτει», δημ. τραγούδι)2. παίρνω κάτι στα χέρια για να τό μεταχειριστώ, μεταχειρίζομαι κάτι («έπιασα τη βελόνα, αν και είναι γιορτή»)3. (με άρνηση) αποφεύγω κάτι συστηματικά («αυτός δεν πιάνει βιβλίο»)4. μτφ. εξαρτώμαι από κάποιον, μπαίνω κάτω από την προστασία του (α. «πιάστηκε από καλούς ανθρώπους» β. «πιάστηκε από τζάκι»)5. παθ. γαντζώνομαι, αγκιστρώνομαι από κάτι («πιάστηκε από ένα καρφί»)6. σφηνώνω, φρακάρω, εμποδίζομαι από κάτι («το κλειδί πιάνει κάπου και δεν γυρίζει»)7. συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια, τσακώνομαι («πιάστηκαν και τούς χώρισα»)8. μάχομαι, πολεμώ, φθάνω σε εμπόλεμη κατάσταση («πιάστηκαν οι Σέρβοι με τους Κροάτες»)9. μαλώνω, τρέφω αμοιβαία εχθρότητα με κάποιον, είμαι μαλωμένος («είμαστε πιασμένοι με τον Κώστα»)10. συλλαμβάνω, βάζω στο χέρι, θηρεύω ιδίως έπειτα από καταδίωξη ή ενέδρα («μια πέρδικα παινεύτηκε πως δεν τήν πιάνει κυνηγός»)11. αιχμαλωτίζω, συλλαμβάνω κάποιον («τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν να τόν κρεμάσουν», δημ. τραγούδι)12. καταλαμβάνω επ' αυτοφώρω («τόν έπιασαν την ώρα που έκλεβε»)13. ανακαλύπτω, αποκαλύπτω κάποιον ως ένοχο μιας πράξης («τόν έπιασα να μέ κοροϊδεύει»)14. (σχετικά με γυναίκα) κατακτώ, κάνω φιλενάδα («δεν πιάνονται όλες οι γυναίκες»)15. συναντώ ιδιαιτέρως κάποιον, επικοινωνώ προσωπικά με κάποιον («θα τόν πιάσω και θα τού ζητήσω τον λόγο»)16. απαιτώ ιδιαιτέρως κάτι από κάποιον, επηρεάζω κάποιον για κάτι («έπιασα την επιτροπή για να επιτύχω τη δουλειά»)17. (σε χαρτοπαίγνιο) παίρνω φύλλο και κερδίζω («έπιασα δύο φορές ρήγα»)18. (σχετικά με χρήματα) εισπράττω, κερδίζω («δεν πιάνω ούτε τα έξοδά μου»)19. (για εμπόρευμα ή περιουσιακό στοιχείο) αξίζω, έχω αξία («το διαμέρισμα πιάνει τρία εκατομμύρια»)20. (μέσ. ιδίως στον αόρ.) πιάστηκααπέκτησα περιουσία, απέκτησα κεφάλαια21. (σχετικά με υγρά) γεμίζω («μάς έπιασε ένα κιλό από το γιοματάρι»)22. (για δοχεία και άλλα σκεύη) μπορώ να περιλάβω, να χωρέσω («το βαρέλι πιάνει τριακόσια κιλά»)23. καταλαμβάνω, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, ιδίως με πολεμικό σκοπό, οχυρώνομαι («στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια», δημ. τραγούδι)24. κατέχω («όλες οι θέσεις είναι πιασμένες»)25. ενοικιάζω, εγκαθίσταμαι κάπου με ενοίκιο («έπιασα σπίτι και μαγαζί στον ίδιο δρόμο»)26. μτφ. φθάνω, καταντώ σε κάποια ηλικία («έπιασε τα εξήντα»)27. (για πλοίο) φθάνω στο ύψος ενός τόπου ή προσορμίζομαι σε ένα λιμάνι (α. «το πλοίο έπιασε τον κάβο» β. «πιάσαμε στη Σύρο»)28. (για οδοιπόρους) ακολουθώ οδό ή κατεύθυνση («έπιασε τη ρεματιά»)29. υφίσταμαι τη διαταραχή ή τον πόνο ενός οργάνου τού σώματος («μέ έπιασε το κεφάλι»)30. επιδρώ δυσάρεστα ή βλαπτικά σε ένα όργανο τού σώματος ή σε μια αίσθηση ή φυσιολογική λειτουργία («τόν έπιασε το λάδι στο λαιμό»)31. (για ευχή, κατάρα, παράκληση, εξορκισμό) επενεργώ, φέρνω αποτέλεσμα («δεν μέ πιάνουν οι κατάρες»)32. επιδρώ δραστικά, αποτελεσματικά πάνω σε κάτι («τις ελιές δεν τίς έπιασε το αλάτι»)33. παθ. μουδιάζω («πιάστηκε το χέρι μου»)34. βρίσκω δουλειά, αρχίζω να εργάζομαι («έπιασα δουλειά σ' ένα γραφείο»)35. μέσ. (για καταστάσεις) αρχίζω, παίρνω υπόσταση («πώς πιάνεται η αγάπη»)36. (πλεοναστικά με το και ή χωρίς το καί) αποφασίζω, εκτελώ αποφασιστικά κάτι (α. «πιάνουν και γράφουν μια γραφή» β. «έπιασε κι έσκαψε μόνος του το χωράφι» γ. «πιάνει μηνάει τής λυγερής», δημ. τραγούδι)37. (για φαγητό) καίγομαι, κολλάω, τσικνίζω («έπιασε το φαΐ»)38. (για φυσικά φαινόμενα) εκδηλώνομαι, αρχίζω («θα πιάσει βροχή κι αέρας»)39. προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι πάνω σε κάτι, κολλάω («η μπογιά δεν έπιασε καλά»)40. μτφ. γίνομαι εύκολα δεκτός, κολλάω, βρίσκω κατάλληλο έδαφος («οι ρετσινιές του δεν πιάνουν σε μένα»)41. (για σπόρο ή φυτό ή μπόλι) φυτρώνω, ριζοβολώ (α. «έπιασαν όλες οι τριανταφυλλιές» β. «δεν έπιασαν ὁλα τα μπόλια που έκανα στις αχλαδιές»)42. (για το ζωικό σπέρμα) γονιμοποιώ το ωάριο, καθιστώ το θηλυκό έγκυο («στα μουλάρια δεν πιάνει κανένας σπόρος»)43. γεμίζω από κάτι (α. «έπιασε ψείρες» β. «έπιασε το σπίτι κοριούς»)44. μέσ. αποκτώ δύναμη, ζωηρεύω με την ηλικία, ενηλικιώνομαι («τα παιδιά του πιάστηκαν τώρα πια»)45. (με κατηγορούμενο) καθιστώ κάποιον κάτι απέναντι μου (α. «τὸν έπιασε εχθρό με τη διαγωγή του» β. «αυτός δεν πιάνεται φίλος»)46. αποκτώ, δημιουργώ, αρχίζω μια σχέση (α. «έπιασα έναν καλό φίλο» β. «πιάνω φιλία»)47. παθ. υπολογίζομαι, θεωρούμαι αξιόλογος, λαμβάνομαι υπ' ὁψιν («δεν πιάνονται αυτά που λες εσύ»)48. συνυπολογίζω, συμπεριλαμβάνω («πιάνονται και τα δώρα στον μισθό»)49. (παροιμ., φρ.) α) «ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται» — αυτός που κινδυνεύει καταφεύγει σε οποιοδήποτε μέσο σωτηρίαςβ) «πιάνω τη μύτη μου» ή «απ' όπου να τόν πιάσεις λερώνεσαι» — λέγεται ως έκφραση βδελυγμίαςγ) «πιάνομαι από ψηλά» ή «από μεγάλα» — ασχολούμαι με σπουδαία πράγματαδ) «έπιασε μεγάλο ψάρι» — είχε μεγάλη επιτυχίαε) «πιάνει πουλιά στον αέρα» — είναι πολύ επιδέξιοςστ) «πιάνει πουλιά με τα βρόχια» — είναι φυγόπονος, χασομέρης, τεμπέληςζ) «ποιος τόν πιάνει τώρα» — αναφώνηση θριάμβου για μεγάλη επιτυχίαη) «πιάσε τον κασίδη, πάρε τα μαλλιά του» — αντίστοιχη προς την αρχαία ελληνική φρ. ουκ αν λάβοις παρά τού μη έχοντος: από εκείνον που δεν έχει τίποτε δεν μπορείς να πάρεις τίποτεθ) «πιάνομαι στα πράσα» — συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρωι) «όπου μέ πιάσεις κι ὁπου σέ πιάσω» — όποιος γελάσει τον άλλοια) «πιάνω κάποιον με το καλό» — προσπαθώ να επηρεάσω κάποιον με ήπιους τρόπουςιβ) «δεν πιάνει μπάζα μπροστά σε κάποιον» — δεν μπορεί να αντιπαραταχθεί σε κάποιον, δεν είναι τίποτε μπροστά τουιγ) «πιάνω γερό πόντο» — κατέχω σπουδαία θέση, απ' ὁπου μπορώ να αντιμετωπίσω εύκολα κάποιονιδ) «δεν τά πιάνω τα λεφτά μου» — δεν μέ συμφέρειιε) «έπιασε πέντε παράδες και μάς κάνει τον καμπόσο» — μόλις απέκτησε λίγα χρήματα, μάς κάνει τον σπουδαίοιστ) «δεν τόν πιάνει το μάτι σου» — δεν σού γεμίζει το μάτι, δεν τόν υπολογίζειςιζ) «πιάνω κάποιον στο στόμα μου» — αναφέρω το όνομα κάποιου, ιδίως για κακολογία ή κουτσομπολιόιη) «πιάνω το κρεβάτι» — κρεβατώνομαι, αρρωσταίνω ή μένω διαρκώς στο κρεβάτι από τεμπελιάιθ) «πιάνω τόπο» — χρησιμοποιούμαι κατάλληλα, επωφελώς, αποβαίνω σε όφελοςκ) «μέ πιάνουν τα νεύρα» — εκνευρίζομαι, νευριάζω, οργίζομαικα) «τόν πιάνει το κρασί» — μεθάει εύκολακβ) «μέ πιάνει η θάλασσα» — καταλαμβάνομαι από ναυτία, ζαλίζομαικγ) «μέ πιάνει ο ήλιος» — μαυρίζω από τον ήλιοκδ) «πιάνεται η γλώσσα μου» ή «πιάνεται η φωνή μου» — δεν μπορώ να αρθρώσω λέξηκε) «μέ έπιασε βροχή [ή χιόνι ή χαλάζι κ.λπ.]» — μέ κατέλαβε στον δρόμο βροχή [ή χιόνι ή χαλάζι κ.λπ.] κστ) «πιάνω μαγιά»i) αποκτώ ή κατασκευάζω ζύμηii) μτφ. αποκτώ τις βασικές προϋποθέσεις για κάτικζ) «πιάνω κρέας» — παχαίνω, γεμίζω, γίνομαι εύσαρκοςκη) «πιάνω κάποιον (για) κορόιδο» ή «πιάνω στην κοροϊδία» — θεωρώ, μεταχειρίζομαι κάποιον ως αφελή, περιπαίζω, κοροϊδεύω κάποιονκθ) «πιάνω τα βουνά» — απομακρύνομαι, φεύγω μακριά, γίνομαι άφαντοςλ) «πιάνω φωτιά» — ανάβω, καίγομαιλα) «πιάνω παιδί» ή «πιάνω εύκολα» — μένω έγκυοςλβ) «τήν έπιασαν οι πόνοι»(για έγκυο) άρχισαν οι ωδίνες τού τοκετούλγ) «μέ πιάνει ο πόνος»i) αρχίζω να πονώii) συμπονώ κάποιονλδ) «τά πιάνω» — δωροδοκούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐπίασα τού πιάζω, άλλου τ. τού πιέζω, κατά το σχήμα έφθασα: φθάνω, έφθισα: φθίνω, ἔχυσα: χύνω].
Dictionary of Greek. 2013.